συνομόψηφος

συνομόψηφος
-ον, Α
αυτός που έχει δικαίωμα ψήφου όπως και οι άλλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμόψηφος «αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”